- κλίσει
- κλίσιςbendingfem nom/voc/acc dual (attic epic)κλίσεϊ , κλίσιςbendingfem dat sg (epic)κλίσιςbendingfem dat sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… … Dictionary of Greek
συμπεριτρέπω — Α 1. ανατρέπω κάτι μαζί με άλλους 2. παθ. συμπεριτρέπομαι (για τα φύλλα τού ηλιοτροπίου) στρέφομαι σε σχέση με κάτι («τῇ τοῡ ἡλίου κλίσει συμπεριτρέπεται», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περιτρέπω «ανατρέπω, αναποδογυρίζω»] … Dictionary of Greek